- σούρβα
- τα рябина (плоды)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… … Dictionary of Greek
σουρβώ — και σουρβίζω και σουρβακίζω Ν [σούρβα / σουρβάκα] (κατά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά) χτυπώ με τη σουρβάκα, ψάλλω τα κάλαντα … Dictionary of Greek
σούρβο — το, Ν 1. ο καρπός τής σουρβιάς 2. κλαδί σουρβιάς 3. στον πληθ. τα σούρβα (στη Βόρεια Ελλάδα) τα κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόρβος, με κώφωση τού –ο σε ου (βλ. λ. σόρβος)] … Dictionary of Greek
ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
σούρβο — το 1. είδος οπωρικού. 2. πληθ. σούρβα, τα η νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)